ἡδύσματ'

ἡδύσματ'
ἡδύσματα , ἥδυσμα
relish
neut nom/voc/acc pl
ἡδύσματι , ἥδυσμα
relish
neut dat sg
ἡδύσματε , ἥδυσμα
relish
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηδυσμάτιον — ἡδυσμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ήδυσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • ηδυσματοθήκη — ἡδυσματοθήκη, ἡ (Α) θήκη για ήδύσματα, αρωματοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + συνδετικό φωνήεν ο + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • ηδυσματόληρος — ἡδυσματόληρος, ον (Α) ο παράλογα, ο ανόητα νοστιμευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + συνδετικό φωνήεν ο + ληρος (< λήρος «ανοησία»), πρβλ. κρονό ληρος, χρησμωδό ληρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”